υδροπέπων

υδροπέπων
-όνος, ο, Ν
(λόγιος τ.)
1. η καρπουζιά
2. το καρπούζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + πέπων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρπουζιά — η το φυτό «υδροπέπων»: Οι καρπουζιές θέλουν πολύ νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπούζι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός του φυτού «υδροπέπων»: Το καρπούζι είναι υγιεινό φρούτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”